Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὡς ἐπιεικές

См. также в других словарях:

  • ἐπιεικές — ἐπιεικής fitting masc/fem voc sg ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐπιεικές — ἐπιεικές , ἐπιεικής fitting masc/fem voc sg ἐπιεικές , ἐπιεικής fitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα …   Dictionary of Greek

  • επιείκεια — Όρος που στην περιοχή του δικαίου έχει προσκτήσει ποικίλες έννοιες. Στην αριστοτελική ηθική φιλοσοφία (Ηθικά Νικομάχεια, κεφ. Ε 14.1137 b, 26 επ.) το «επιεικές» είναι η βαθύτερη, πληρέστερη, περιεκτικότερη πραγμάτωση της δικαιοσύνης, που ο νόμος …   Dictionary of Greek

  • επιεικεύομαι — ἐπιεικεύομαι (Α) [επιεικές] είμαι ή γίνομαι επιεικής …   Dictionary of Greek

  • χανακές — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιεικές» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»